- γύρωση
- η (Α γύρωσις) [γυρώ]νεοελλ.1. σύνδεση σιδερένιων πλακών ή ελασμάτων με γυρωτικά καρφιά2. εκσκαφή λάκκων γύρω από τα κλήματα για τον αερισμό τού εδάφουςαρχ.κατασκευή κύκλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυρωτήρας — ο [γυρώ] μηχάνημα ή εργαλείο για την γύρωση, γυρωτικό σφυρί … Dictionary of Greek
γυρωτικός — ή, ό 1. χρήσιμος για τη γύρωση 2. «γυρωτικοί ήλοι» (αλλιώς, κοινώματα, τζαβέτες, καρφιά τής λαμαρίνας) καρφιά που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων … Dictionary of Greek
γύρωμα — το (Α γύρωμα) [γυρώ] η γύρωση … Dictionary of Greek